- αψώνω
- 1. αμετ. приходить в гнев, в ярость; раздражаться, сердиться;2. μετ. приводить в гнев; раздражать, сердить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αψώνω — [αψύς] 1. εξοργίζω κάποιον 2. οργίζομαι, θυμώνω 3. αυξάνω, δυναμώνω … Dictionary of Greek
αψώνω — άψωσα 1. αμτβ., ζωηρεύω, γίνομαι έντονος, αψύς: Όσο περνούσε η ώρα, τόσο άψωνε η συζήτηση. 2. ερεθίζω, εξοργίζω: Αν δεν τον άψωνες, δε θα μαλώνατε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)